- μεσοδερκής
- μεσοδερκής, ές (Α)αυτός ο οποίος βλέπει προς το μέσο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσ(ο)-* + -δερκής (< δέρκομαι «βλέπω καλά»), πρβλ. οξυ-δερκής].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μεσοδερκέα — μεσοδερκής looking towards the middle neut nom/voc/acc pl (epic ionic) μεσοδερκής looking towards the middle masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρκομαι — και δερκιάομαι (Α) 1. βλέπω καθαρά 2. βλέπω, παρατηρώ κάποιον ή κάτι («...δερκομένοισι Τρῶας» ενώ παρατηρούσαν τους Τρώες) 3. διακρίνω, αισθάνομαι («κτύπον δέδορκα») 4. (για την Τύχη) προσβλέπω με εύνοια, ρίχνω ευνοϊκή ματιά 5. (για το φως)… … Dictionary of Greek
μεσ(ο)- — (ΑM μεσ[ο]) Α και μεσσο και μεσαι ) α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθ. μέσ(σ)ος*. Οι ελάχιστοι τ. με α συνθετικό μεσαι (πρβλ. μεσαι πόλιος, μεσαι πόλος, μεσαί γεως) οφείλονται σε τεχνητή ανάπτυξη μακράς… … Dictionary of Greek